- τετράτροχα
- τετράτροχοςfour-wheeledneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… … Dictionary of Greek
σταύρωμα — το, ΝΜΑ [σταυρῶ, ώνω] νεοελλ. 1. ο σχηματισμός τού σημείου τού σταυρού ως ευχή σε κάποιον ή για ξεμάτιασμα 2. ταλαιπωρία, συνεχής παρενόχληση 3. η πρώτη σχηματοποίηση τού εμβρύου τών πτηνών στα αβγά 4. τεχνολ. η αλλαγή τής θέσης τών ελαστικών στα … Dictionary of Greek